- στρέφωσις
- στρέφωσις· κάλυψις ἀγγείων δέρματι γινομένη, Hsch. (cf. στέρφος).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στρέφωσις — ώσεως, ἡ, Α. βλ. στέρφωσις … Dictionary of Greek
στέρφος — (I) α, ο, Ν 1. (για θηλυκά ζώα και ιδίως για αιγοπρόβατα) α) στείρος β) αυτός που δεν έχει γεννήσει, που δεν έχει αποκτήσει νεογνά 2. (για γη) άγονος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα στέρφα το σύνολο τών στέρφων ζώων που υπάρχουν σε ένα κοπάδι.… … Dictionary of Greek
στέρφωσις — και στρέφωσις, ώσεως, ἡ, Α [στερφώ] η ενέργεια τού στερφῶ*, κάλυψη με δορά, με δέρμα … Dictionary of Greek